ασκάλωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασκάλωτος | η | ασκάλωτη | το | ασκάλωτο |
| γενική | του | ασκάλωτου | της | ασκάλωτης | του | ασκάλωτου |
| αιτιατική | τον | ασκάλωτο | την | ασκάλωτη | το | ασκάλωτο |
| κλητική | ασκάλωτε | ασκάλωτη | ασκάλωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασκάλωτοι | οι | ασκάλωτες | τα | ασκάλωτα |
| γενική | των | ασκάλωτων | των | ασκάλωτων | των | ασκάλωτων |
| αιτιατική | τους | ασκάλωτους | τις | ασκάλωτες | τα | ασκάλωτα |
| κλητική | ασκάλωτοι | ασκάλωτες | ασκάλωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈska.lo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σκά‐λω‐τος
Επίθετο
ασκάλωτος, -η, -ο
- που δεν έχει σκαλιά
- που δεν έχει σκαλώσει ή πιαστεί κάπου
- (μεταφορικά) που δεν έχει εμποδιστεί
Αναφορές
- ασκάλωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.