σκαλωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαλωτός η σκαλωτή το σκαλωτό
      γενική του σκαλωτού της σκαλωτής του σκαλωτού
    αιτιατική τον σκαλωτό τη σκαλωτή το σκαλωτό
     κλητική σκαλωτέ σκαλωτή σκαλωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαλωτοί οι σκαλωτές τα σκαλωτά
      γενική των σκαλωτών των σκαλωτών των σκαλωτών
    αιτιατική τους σκαλωτούς τις σκαλωτές τα σκαλωτά
     κλητική σκαλωτοί σκαλωτές σκαλωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκαλωτός < σκαλώνω + -τός

Επίθετο

σκαλωτός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.