αρχιτέκτονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αρχιτέκτονας οι αρχιτέκτονες
      γενική του
του/της
αρχιτέκτονα
αρχιτέκτονος
των αρχιτεκτόνων
    αιτιατική τον/την αρχιτέκτονα τους/τις αρχιτέκτονες
     κλητική αρχιτέκτονα αρχιτέκτονες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχιτέκτονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρχιτέκτων

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.çiˈte.kto.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχιτέκτονας

Ουσιαστικό

αρχιτέκτονας αρσενικό ή θηλυκό και (θηλυκό αρχιτεκτόνισσα)

  1. (επάγγελμα) επαγγελματίας που σχεδιάζει κατασκευές και επιβλέπει την υλοποίησή τους
  2. (μεταφορικά) που σχεδιάζει και κατασκευάζει κάτι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.