αρχιτεκτονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχιτεκτονικός η αρχιτεκτονική το αρχιτεκτονικό
      γενική του αρχιτεκτονικού της αρχιτεκτονικής του αρχιτεκτονικού
    αιτιατική τον αρχιτεκτονικό την αρχιτεκτονική το αρχιτεκτονικό
     κλητική αρχιτεκτονικέ αρχιτεκτονική αρχιτεκτονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχιτεκτονικοί οι αρχιτεκτονικές τα αρχιτεκτονικά
      γενική των αρχιτεκτονικών των αρχιτεκτονικών των αρχιτεκτονικών
    αιτιατική τους αρχιτεκτονικούς τις αρχιτεκτονικές τα αρχιτεκτονικά
     κλητική αρχιτεκτονικοί αρχιτεκτονικές αρχιτεκτονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρχιτεκτονικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρχιτεκτονικός.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αρχιτέκτον(ας) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.çi.te.kto.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρχιτεκτονικός

Επίθετο

αρχιτεκτονικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.