αρχιτεκτονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρχιτεκτονικός | η | αρχιτεκτονική | το | αρχιτεκτονικό |
| γενική | του | αρχιτεκτονικού | της | αρχιτεκτονικής | του | αρχιτεκτονικού |
| αιτιατική | τον | αρχιτεκτονικό | την | αρχιτεκτονική | το | αρχιτεκτονικό |
| κλητική | αρχιτεκτονικέ | αρχιτεκτονική | αρχιτεκτονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρχιτεκτονικοί | οι | αρχιτεκτονικές | τα | αρχιτεκτονικά |
| γενική | των | αρχιτεκτονικών | των | αρχιτεκτονικών | των | αρχιτεκτονικών |
| αιτιατική | τους | αρχιτεκτονικούς | τις | αρχιτεκτονικές | τα | αρχιτεκτονικά |
| κλητική | αρχιτεκτονικοί | αρχιτεκτονικές | αρχιτεκτονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αρχιτεκτονικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρχιτεκτονικός.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αρχιτέκτον(ας) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.çi.te.kto.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐τε‐κτο‐νι‐κός
Συγγενικά
- αρχιτέκτονας
- αρχιτεκτόνημα
- αρχιτεκτονία
- αρχιτεκτονική
- αρχιτεκτονικότητα
Μεταφράσεις
αρχιτεκτονικός
Αναφορές
- αρχιτεκτονικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.