αρνησικυρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρνησικυρία οι αρνησικυρίες
      γενική της αρνησικυρίας των αρνησικυριών
    αιτιατική την αρνησικυρία τις αρνησικυρίες
     κλητική αρνησικυρία αρνησικυρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρνησικυρία < αρνησι- + κύρ(ος) + -ία

Ουσιαστικό

αρνησικυρία θηλυκό

  1. το δικαίωμα του αρχηγού της πολιτείας να αρνείται να επικυρώσει έναν νόμο
  2. (κατ' επέκταση) το δικαίωμα κάποιου να αρνείται να επικυρώσει τις αποφάσεις των εταίρων του

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.