αρνητισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρνητισμός οι αρνητισμοί
      γενική του αρνητισμού των αρνητισμών
    αιτιατική τον αρνητισμό τους αρνητισμούς
     κλητική αρνητισμέ αρνητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρνητισμός < αρνητ(ής) + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική negativism) [1]

Ουσιαστικό

αρνητισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.