αποφατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποφατικός η αποφατική το αποφατικό
      γενική του αποφατικού της αποφατικής του αποφατικού
    αιτιατική τον αποφατικό την αποφατική το αποφατικό
     κλητική αποφατικέ αποφατική αποφατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποφατικοί οι αποφατικές τα αποφατικά
      γενική των αποφατικών των αποφατικών των αποφατικών
    αιτιατική τους αποφατικούς τις αποφατικές τα αποφατικά
     κλητική αποφατικοί αποφατικές αποφατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποφατικός < αρχαία ελληνική ἀποφατικός

Επίθετο

αποφατικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • αποφατικά μόρια
  • αποφατική κρίση
  • αποφατική πρόταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.