αρειανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρειανός | οι | αρειανοί |
| γενική | του | αρειανού | των | αρειανών |
| αιτιατική | τον | αρειανό | τους | αρειανούς |
| κλητική | αρειανέ | αρειανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρειανός < (ελληνιστική κοινή) Ἀρειανός
- αρειανός < Άρης + -ανός
- αρειανός < άρειος + -ανός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Martian)
Ουσιαστικό
αρειανός αρσενικό
Συγγενικά
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρειανός | η | αρειανή | το | αρειανό |
| γενική | του | αρειανού | της | αρειανής | του | αρειανού |
| αιτιατική | τον | αρειανό | την | αρειανή | το | αρειανό |
| κλητική | αρειανέ | αρειανή | αρειανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρειανοί | οι | αρειανές | τα | αρειανά |
| γενική | των | αρειανών | των | αρειανών | των | αρειανών |
| αιτιατική | τους | αρειανούς | τις | αρειανές | τα | αρειανά |
| κλητική | αρειανοί | αρειανές | αρειανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- ημιαρειανός
Ετυμολογία
- αρειανός < άρειος + -ανός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική martian)
- αρειανός < (ελληνιστική κοινή) Ἀρειανός
- αρειανός < Άρης + -ανός
Επίθετο
αρειανός, -ή, -ό
- (θρησκεία) που έχει σχέση ή αναφέρεται στην αίρεση του Αρείου, στις απόψεις του ή στους οπαδούς της
- (αθλητισμός) που σχετίζεται με την ομάδα του Άρη, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με τον πλανήτη Άρη, ανήκει σ’ αυτόν ή (φανταστικά) κατάγεται απ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) αρειανός (θηλυκό: αρειανή)
- άρειος
- Αρειανός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.