αρειανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρειανός οι αρειανοί
      γενική του αρειανού των αρειανών
    αιτιατική τον αρειανό τους αρειανούς
     κλητική αρειανέ αρειανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. αρειανός < (ελληνιστική κοινή) Ἀρειανός
  2. αρειανός < Άρης + -ανός
  3. αρειανός < άρειος + -ανός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Martian)

Ουσιαστικό

αρειανός αρσενικό

  1. (θρησκεία) οπαδός (της αίρεσης) του Αρείου
    άλλες μορφές: αρειανιστής, άρειος
  2. (αθλητισμός) φίλαθλος ή οπαδός της ομάδας του Άρη
    άλλες μορφές: αρειανιστής, άρειος
  3. (φανταστικός) κάτοικος του πλανήτη Άρη
    άλλες μορφές: άρειος

Συγγενικά

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρειανός η αρειανή το αρειανό
      γενική του αρειανού της αρειανής του αρειανού
    αιτιατική τον αρειανό την αρειανή το αρειανό
     κλητική αρειανέ αρειανή αρειανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρειανοί οι αρειανές τα αρειανά
      γενική των αρειανών των αρειανών των αρειανών
    αιτιατική τους αρειανούς τις αρειανές τα αρειανά
     κλητική αρειανοί αρειανές αρειανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
  • ημιαρειανός

Ετυμολογία

  1. αρειανός < άρειος + -ανός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική martian)
  2. αρειανός < (ελληνιστική κοινή) Ἀρειανός
  3. αρειανός < Άρης + -ανός

Επίθετο

αρειανός, -ή, -ό

  1. (θρησκεία) που έχει σχέση ή αναφέρεται στην αίρεση του Αρείου, στις απόψεις του ή στους οπαδούς της
  2. (αθλητισμός) που σχετίζεται με την ομάδα του Άρη, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
  3. που έχει σχέση με τον πλανήτη Άρη, ανήκει σ’ αυτόν ή (φανταστικά) κατάγεται απ’ αυτόν
    (ουσιαστικοποιημένο) αρειανός (θηλυκό: αρειανή)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.