φανταστικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φανταστικά < φανταστικός < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fantastique

Επίρρημα

φανταστικά

  1. φαντασιακά, για κάτι που πλάθει η φαντασία
  2. (μεταφορικά) καταπληκτικά, πάρα πολύ ωραία

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φανταστικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.