αρβυλάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρβυλάδικο τα αρβυλάδικα
      γενική του αρβυλάδικου των αρβυλάδικων
    αιτιατική το αρβυλάδικο τα αρβυλάδικα
     κλητική αρβυλάδικο αρβυλάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρβυλάδικο < αρβύλ(α) + -άδικο

Ουσιαστικό

αρβυλάδικο[1] ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αρβυλάδικο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.