ἀρβύλη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρβύλη αἱ ἀρβύλαι
      γενική τῆς ἀρβύλης τῶν ἀρβυλῶν
      δοτική τῇ ἀρβύλ ταῖς ἀρβύλαις
    αιτιατική τὴν ἀρβύλην τὰς ἀρβύλᾱς
     κλητική ! ἀρβύλη ἀρβύλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρβύλ
γεν-δοτ τοῖν  ἀρβύλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀρβύλη ήδη τον 6ο/5ο αιώνα πκε στον Αισχύλο < προελληνική ς προέλευσης, όπως δείχνει η κατάληξη -υλ στο θέμα της λέξης[1]

Ουσιαστικό

ἀρβύλη, -ης θηλυκό

  • ἀρβύκη
  • ἀραβύλη
  • ἁρμύλη

Συγγενικά

  • ἀρβυλικός
  • ἀρβυλίς
  • ἀρβυλόπτερος
  • καθάρβυλος
  • κατάρβυλος

Αναφορές

  1. ἀρβύλη σελ. 124 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.