αραγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραγμένος η αραγμένη το αραγμένο
      γενική του αραγμένου της αραγμένης του αραγμένου
    αιτιατική τον αραγμένο την αραγμένη το αραγμένο
     κλητική αραγμένε αραγμένη αραγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραγμένοι οι αραγμένες τα αραγμένα
      γενική των αραγμένων των αραγμένων των αραγμένων
    αιτιατική τους αραγμένους τις αραγμένες τα αραγμένα
     κλητική αραγμένοι αραγμένες αραγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αράζω

Μετοχή

αραγμένος, -η, -ο

  1. που έχει αράξει
    τα πλοία είναι αραγμένα στο βάθος του κόλπου
  2. (μεταφορικά) που είναι καθισμένος και ήρεμος
    τον βρήκα αραγμένο στο καφενείο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.