αραγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αραγμένος | η | αραγμένη | το | αραγμένο |
| γενική | του | αραγμένου | της | αραγμένης | του | αραγμένου |
| αιτιατική | τον | αραγμένο | την | αραγμένη | το | αραγμένο |
| κλητική | αραγμένε | αραγμένη | αραγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αραγμένοι | οι | αραγμένες | τα | αραγμένα |
| γενική | των | αραγμένων | των | αραγμένων | των | αραγμένων |
| αιτιατική | τους | αραγμένους | τις | αραγμένες | τα | αραγμένα |
| κλητική | αραγμένοι | αραγμένες | αραγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αράζω
Μετοχή
αραγμένος, -η, -ο
- που έχει αράξει
- τα πλοία είναι αραγμένα στο βάθος του κόλπου
- (μεταφορικά) που είναι καθισμένος και ήρεμος
- τον βρήκα αραγμένο στο καφενείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.