αράζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀράζω < αρχαία ελληνική ἀράσσω κατά το σχήμα αόριστος: αξα > ενεστώτας: άζω όπως στο αρχαίο ρήμα στάζω - ἔσταξα[1]

Ρήμα

αράζω, πρτ.: άραζα, στ.μέλλ.: θα αράξω, αόρ.: άραξα, μτχ.π.π.: αραγμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (μεταβατικό) φέρνω το πλοίο στο λιμάνι
    στα καῒκια τ' αραγμένα, τα δεμένα, στα καῒκια που δεν πάνε πουθενά (Ζαχ. Παπαντωνίου)
     συνώνυμα:
  2. (αμετάβατο) αγκυροβολώ
    1. (λαϊκότροπο) σταθμεύω, παρκάρω ένα τροχοφόρο όχημα
  3. (μεταφορικά) βρίσκω καταφύγιο έπειτα από περιπλανήσεις ή δοκιμασίες
    και γέρος πια να αράξεις στο νησί (Κ. Καβάφης. Ιθάκη)
    1. (λαϊκότροπο) τεμπελιάζω
       συνώνυμα: είμαι αραχτός

Συγγενικά

Κλίση

  • Ενεργητική φωνή μόνον και μετοχή παθητικού παρακειμένου αραγμένος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.