απόφοιτος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απόφοιτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀπόφοιτος (που έχει φύγει) < αρχαία ελληνική ἀποφοιτάω / ἀποφοιτῶ < φοιτάω / φοιτῶ
- Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό και θηλυκό.
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.fi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐φοι‐τος
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απόφοιτος | η | απόφοιτη | το | απόφοιτο |
| γενική | του | απόφοιτου | της | απόφοιτης | του | απόφοιτου |
| αιτιατική | τον | απόφοιτο | την | απόφοιτη | το | απόφοιτο |
| κλητική | απόφοιτε | απόφοιτη | απόφοιτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απόφοιτοι | οι | απόφοιτες | τα | απόφοιτα |
| γενική | των | απόφοιτων | των | απόφοιτων | των | απόφοιτων |
| αιτιατική | τους | απόφοιτους | τις | απόφοιτες | τα | απόφοιτα |
| κλητική | απόφοιτοι | απόφοιτες | απόφοιτα | |||
| Για το θηλυκό «η απόφοιτος», δείτε την κλίση του ουσιαστικού. | ||||||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- που έχει ολοκληρώσει έναν κύκλο σπουδών και έχει πάρει τον αντίστοιχο τίτλο σπουδών
- ↪ είναι απόφοιτος Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου (έχει αποφοιτήσει)
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | απόφοιτος | οι | απόφοιτοι |
| γενική | του/της του |
αποφοίτου απόφοιτου |
των | αποφοίτων & απόφοιτων |
| αιτιατική | τον/την | απόφοιτο | τους/τις τους |
αποφοίτους απόφοιτους |
| κλητική | απόφοιτε | απόφοιτοι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
απόφοιτος αρσενικό ή θηλυκό [3] (στο θηλυκό, επίσης η απόφοιτη)
- απόφοιτος
- ↪ έγινε ο χορός των αποφοίτων
Αναφορές
- απόφοιτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απόφοιτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «απόφοιτος» (ο/η) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
ΣτΕ: Μόνο ως ουσιαστικού κοινού γένους με τύπους -ου και -οίτου, -των & -οίτων, -ους & -οίτους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.