απότιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απότιση | οι | αποτίσεις |
| γενική | της | απότισης* | των | αποτίσεων |
| αιτιατική | την | απότιση | τις | αποτίσεις |
| κλητική | απότιση | αποτίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποτίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απότιση < (ελληνιστική κοινή) ἀπότισις / ἀπότεισις < αρχαία ελληνική ἀποτίνω < ἀπό + τίνω (με επιρροή και του ρήματος τίω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.ti.si/
Ουσιαστικό
απότιση θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αποτίω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.