payment
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| payment | payments |
Ετυμολογία
- payment < παλαιά γαλλική paiement. Μορφολογικά αναλύεται σε pay + -ment
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpeɪmənt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
payment (en)
- (μη μετρήσιμο) η πληρωμή, η ενέργεια του να πληρώνω
- ↪ payment in full - πληρωμή στο ακέραιο
- ↪ payment of the furniture will be in installments - η πληρωμή των επίπλων θα γίνει με δόσεις
- η πληρωμή, πληρώνεται ή αναμένεται να πληρωθεί ένα χρηματικό ποσό
- ↪ We’re giving a 10% discount for payments in cash.
- Δίνουμε έκπτωση 10% για πληρωμές τοις μετρητοίς.
- ↪ We’re giving a 10% discount for payments in cash.
Παράγωγα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.