έκτιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έκτιση | οι | εκτίσεις |
| γενική | της | έκτισης* | των | εκτίσεων |
| αιτιατική | την | έκτιση | τις | εκτίσεις |
| κλητική | έκτιση | εκτίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκτίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έκτιση < αρχαία ελληνική ἔκτισις < ἐκτίνω
Ουσιαστικό
έκτιση θηλυκό
- η εξόφληση, η εκπλήρωση
- (νομικός όρος) η εκπλήρωση μιας ποινής που έχει επιβληθεί από ένα δικαστήριο σε έναν κατάδικο
Μεταφράσεις
έκτιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.