έκτιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκτιση οι εκτίσεις
      γενική της έκτισης* των εκτίσεων
    αιτιατική την έκτιση τις εκτίσεις
     κλητική έκτιση εκτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έκτιση < αρχαία ελληνική ἔκτισις < ἐκτίνω

Ουσιαστικό

έκτιση θηλυκό

  1. η εξόφληση, η εκπλήρωση
  2. (νομικός όρος) η εκπλήρωση μιας ποινής που έχει επιβληθεί από ένα δικαστήριο σε έναν κατάδικο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.