απόπτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόπτωση οι αποπτώσεις
      γενική της απόπτωσης* των αποπτώσεων
    αιτιατική την απόπτωση τις αποπτώσεις
     κλητική απόπτωση αποπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόπτωση < αρχαία ελληνική ἀπόπτωσις ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλικά apoptosis) < ἀπό + πτῶσις < πίπτω

Ουσιαστικό

απόπτωση θηλυκό

  1. (ιατρική) διεργασία προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου
    Ο προγραμματισμένος αυτός θάνατος των κυττάρων, που αντανακλά μια φυσιολογική διαδικασία, λέγεται απόπτωση, σε αντίθεση με τους μη φυσιολογικούς θανάτους κυττάρων, για τους οποίους χρησιμοποιείται ο όρος νέκρωση. (Αλαχιώτης Σταμάτης, Όταν τα κύτταρα αυτοκτονούν, εφ. Το Βήμα, 7/9/1997)
  2. η αφαίρεση των επιφανειακών στιβάδων του δέρματος
     συνώνυμα: απολέπιση
  3. (λόγιο) το πέσιμο φύλλων, φτερών, τριχών κ.ά. από κάποιον οργανισμό φυτικό ή ζωικό
     συνώνυμα: πέσιμο, πτώση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.