απολέπιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απολέπιση | οι | απολεπίσεις |
| γενική | της | απολέπισης* | των | απολεπίσεων |
| αιτιατική | την | απολέπιση | τις | απολεπίσεις |
| κλητική | απολέπιση | απολεπίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απολεπίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.