ἀπόπτωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπόπτωσῐς αἱ ἀποπτώσεις
      γενική τῆς ἀποπτώσεως τῶν ἀποπτώσεων
      δοτική τῇ ἀποπτώσει ταῖς ἀποπτώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀπόπτωσῐν τὰς ἀποπτώσεις
     κλητική ! ἀπόπτωσῐ ἀποπτώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποπτώσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀποπτωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀπόπτωσις < ἀπό- + αρχαία ελληνική πτῶσις < πίπτω

Ουσιαστικό

ἀπόπτωσις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.