πέσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέσιμο τα πεσίματα
      γενική του πεσίματος των πεσιμάτων
    αιτιατική το πέσιμο τα πεσίματα
     κλητική πέσιμο πεσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πέσιμο < μεσαιωνική ελληνική πέσιμον < πέφτω < αρχαία ελληνική πίπτω

Ουσιαστικό

πέσιμο ουδέτερο

  1. το να πέφτει κάτι, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πέφτω
     συνώνυμα: πτώση
  2. ελάττωση
  3. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) η προσέγγιση με ερωτικές διαθέσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.