πέσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πέσιμο | τα | πεσίματα |
| γενική | του | πεσίματος | των | πεσιμάτων |
| αιτιατική | το | πέσιμο | τα | πεσίματα |
| κλητική | πέσιμο | πεσίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πέσιμο < μεσαιωνική ελληνική πέσιμον < πέφτω < αρχαία ελληνική πίπτω
Ουσιαστικό
πέσιμο ουδέτερο
- το να πέφτει κάτι, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πέφτω
- ελάττωση
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) η προσέγγιση με ερωτικές διαθέσεις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πέφτω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.