απόμαχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόμαχος η απόμαχη το απόμαχο
      γενική του απόμαχου της απόμαχης του απόμαχου
    αιτιατική τον απόμαχο την απόμαχη το απόμαχο
     κλητική απόμαχε απόμαχη απόμαχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόμαχοι οι απόμαχες τα απόμαχα
      γενική των απόμαχων των απόμαχων των απόμαχων
    αιτιατική τους απόμαχους τις απόμαχες τα απόμαχα
     κλητική απόμαχοι απόμαχες απόμαχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απόμαχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόμαχος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpo.ma.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απόμαχος

Επίθετο

απόμαχος, -η, -ο

  1. απόστρατος, βετεράνος, παλαίμαχος
  2. (κατ’ επέκταση) ο ηλικιωμένος, που έχει πια αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία ή επαγγελματική ζωή
     συνώνυμα: παλαίμαχος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.