απρόσωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απρόσωπος η απρόσωπη το απρόσωπο
      γενική του απρόσωπου της απρόσωπης του απρόσωπου
    αιτιατική τον απρόσωπο την απρόσωπη το απρόσωπο
     κλητική απρόσωπε απρόσωπη απρόσωπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απρόσωποι οι απρόσωπες τα απρόσωπα
      γενική των απρόσωπων των απρόσωπων των απρόσωπων
    αιτιατική τους απρόσωπους τις απρόσωπες τα απρόσωπα
     κλητική απρόσωποι απρόσωπες απρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απρόσωπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπρόσωπος < αρχαία ελληνική ἀπρόσωπος (χωρίς όμορφο πρόσωπο)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpɾo.so.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απρόσωπος

Επίθετο

απρόσωπος

  1. που αναφέρεται σε κάτι υλικό ή πνευματικό το οποίο δεν έχει κάποια ιδιαιτερότητα ή πρωτοτυπία
  2. που δεν αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμμένο άτομο
  3. (γραμματική) που δεν έχει ξεχωριστό τύπο για τα διάφορα πρόσωπα
    το απαρέμφατο είναι απρόσωπη έγκλιση
    απρόσωπα είναι ρήματα στο τρίτο ενικό πρόσωπο που δεν έχουν υποκείμενο
     δείτε τους όρους απρόσωπο ρήμα και τριτοπρόσωπο ρήμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.