απρόσληπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απρόσληπτος | η | απρόσληπτη | το | απρόσληπτο |
| γενική | του | απρόσληπτου | της | απρόσληπτης | του | απρόσληπτου |
| αιτιατική | τον | απρόσληπτο | την | απρόσληπτη | το | απρόσληπτο |
| κλητική | απρόσληπτε | απρόσληπτη | απρόσληπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απρόσληπτοι | οι | απρόσληπτες | τα | απρόσληπτα |
| γενική | των | απρόσληπτων | των | απρόσληπτων | των | απρόσληπτων |
| αιτιατική | τους | απρόσληπτους | τις | απρόσληπτες | τα | απρόσληπτα |
| κλητική | απρόσληπτοι | απρόσληπτες | απρόσληπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απρόσληπτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπρόσληπτος < ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική προσλαμβάνω < πρός + λαμβάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sleh₂gʷ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpɾoz.li.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πρόσ‐λη‐πτος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προσλαμβάνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις
απρόσληπτος
|
|
Πηγές
- απρόσληπτος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.