προσλαμβάνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσλαμβάνω < αρχαία ελληνική προσλαμβάνω < πρός + λαμβάνω
Ρήμα
προσλαμβάνω (παθητική φωνή: προσλαμβάνομαι)
- παίρνω κάποιον σε μια θέση εργασίας, του προσφέρω δουλειά
- αποκτώ μια ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό
- το σκάνδαλο προσλαμβάνει μεγάλες διαστάσεις
Συγγενικά
- αναπροσλαμβάνω
- αναπρόσληψη
- απρόσληπτος
- απροσλήπτως
- επαναπροσλαμβάνω
- επαναπρόσληψη
- προσειλημμένος
- προσλαμβάνων
- προσλαμβάνουσα
- προσλημμένος
- προσληπτέος
- προσληπτικός
- προσληφθείς
- πρόσληψη
- → δείτε τις λέξεις προς και λαμβάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.