αποφασιστικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αποφασιστικά
<
αποφασιστικός
Επίρρημα
αποφασιστικά
με
αποφασιστικότητα
Μεταφράσεις
αποφασιστικά
αγγλικά
:
decisively
(en)
γαλλικά
décisivement
(fr)
,
résolument
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αποφασιστικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
αποφασιστικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.