αποτραβώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποτραβώ < απο- + τραβώ < μεσαιωνική ελληνική τραβώ < τραβίζω < ταυρίζω < ταύρος < αρχαία ελληνική ταῦρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *táwros

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.tɾaˈvo/

Ρήμα

αποτραβώ (παθητική φωνή: αποτραβιέμαι)

  1. μεταφέρω ή απομακρύνω κάτι ή κάποιον από κάπου
      Με τρόπο αποτραβήχτηκε στην κάμαρά της κι έμεινε ξανά μόνη, πολύ μόνη. (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη)
     συνώνυμα: αποσύρω
  2. τραβώ
  3. (μεταφορικά) απομονώνω, αποξενώνω
  4. (προφορικό) τραβώ περισσότερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.