αποξενώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποξενώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποξενώνω[1] < (ελληνιστική κοινή) ἀποξενόω / ἀποξενῶ (διώχνω απ' την πατρίδα) < ἀπό + αρχαία ελληνική ξένος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική aliéner[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.kseˈno.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐ξε‐νώ‐νω
Ρήμα
αποξενώνω, αόρ.: αποξένωσα, παθ.φωνή: αποξενώνομαι, π.αόρ.: αποξενώθηκα, μτχ.π.π.: αποξενωμένος
- κάνω κάποιον να είναι ή να αισθάνεται ξένος σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο, τον απομακρύνω από κάποιον ή κάτι
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποξενώνω | αποξένωνα | θα αποξενώνω | να αποξενώνω | αποξενώνοντας | |
| β' ενικ. | αποξενώνεις | αποξένωνες | θα αποξενώνεις | να αποξενώνεις | αποξένωνε | |
| γ' ενικ. | αποξενώνει | αποξένωνε | θα αποξενώνει | να αποξενώνει | ||
| α' πληθ. | αποξενώνουμε | αποξενώναμε | θα αποξενώνουμε | να αποξενώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποξενώνετε | αποξενώνατε | θα αποξενώνετε | να αποξενώνετε | αποξενώνετε | |
| γ' πληθ. | αποξενώνουν(ε) | αποξένωναν αποξενώναν(ε) |
θα αποξενώνουν(ε) | να αποξενώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποξένωσα | θα αποξενώσω | να αποξενώσω | αποξενώσει | ||
| β' ενικ. | αποξένωσες | θα αποξενώσεις | να αποξενώσεις | αποξένωσε | ||
| γ' ενικ. | αποξένωσε | θα αποξενώσει | να αποξενώσει | |||
| α' πληθ. | αποξενώσαμε | θα αποξενώσουμε | να αποξενώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποξενώσατε | θα αποξενώσετε | να αποξενώσετε | αποξενώστε | ||
| γ' πληθ. | αποξένωσαν αποξενώσαν(ε) |
θα αποξενώσουν(ε) | να αποξενώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποξενώσει | είχα αποξενώσει | θα έχω αποξενώσει | να έχω αποξενώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποξενώσει | είχες αποξενώσει | θα έχεις αποξενώσει | να έχεις αποξενώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποξενώσει | είχε αποξενώσει | θα έχει αποξενώσει | να έχει αποξενώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποξενώσει | είχαμε αποξενώσει | θα έχουμε αποξενώσει | να έχουμε αποξενώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποξενώσει | είχατε αποξενώσει | θα έχετε αποξενώσει | να έχετε αποξενώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποξενώσει | είχαν αποξενώσει | θα έχουν αποξενώσει | να έχουν αποξενώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποξενώνομαι | αποξενωνόμουν(α) | θα αποξενώνομαι | να αποξενώνομαι | ||
| β' ενικ. | αποξενώνεσαι | αποξενωνόσουν(α) | θα αποξενώνεσαι | να αποξενώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | αποξενώνεται | αποξενωνόταν(ε) | θα αποξενώνεται | να αποξενώνεται | ||
| α' πληθ. | αποξενωνόμαστε | αποξενωνόμαστε αποξενωνόμασταν |
θα αποξενωνόμαστε | να αποξενωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποξενώνεστε | αποξενωνόσαστε αποξενωνόσασταν |
θα αποξενώνεστε | να αποξενώνεστε | (αποξενώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αποξενώνονται | αποξενώνονταν αποξενωνόντουσαν |
θα αποξενώνονται | να αποξενώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποξενώθηκα | θα αποξενωθώ | να αποξενωθώ | αποξενωθεί | ||
| β' ενικ. | αποξενώθηκες | θα αποξενωθείς | να αποξενωθείς | αποξενώσου | ||
| γ' ενικ. | αποξενώθηκε | θα αποξενωθεί | να αποξενωθεί | |||
| α' πληθ. | αποξενωθήκαμε | θα αποξενωθούμε | να αποξενωθούμε | |||
| β' πληθ. | αποξενωθήκατε | θα αποξενωθείτε | να αποξενωθείτε | αποξενωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποξενώθηκαν αποξενωθήκαν(ε) |
θα αποξενωθούν(ε) | να αποξενωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποξενωθεί | είχα αποξενωθεί | θα έχω αποξενωθεί | να έχω αποξενωθεί | αποξενωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποξενωθεί | είχες αποξενωθεί | θα έχεις αποξενωθεί | να έχεις αποξενωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποξενωθεί | είχε αποξενωθεί | θα έχει αποξενωθεί | να έχει αποξενωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποξενωθεί | είχαμε αποξενωθεί | θα έχουμε αποξενωθεί | να έχουμε αποξενωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποξενωθεί | είχατε αποξενωθεί | θα έχετε αποξενωθεί | να έχετε αποξενωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποξενωθεί | είχαν αποξενωθεί | θα έχουν αποξενωθεί | να έχουν αποξενωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποξενωμένος - είμαστε, είστε, είναι αποξενωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποξενωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποξενωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποξενωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποξενωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποξενωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποξενωμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- αποξενώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.