αποτραβηγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποτραβηγμένος | η | αποτραβηγμένη | το | αποτραβηγμένο |
| γενική | του | αποτραβηγμένου | της | αποτραβηγμένης | του | αποτραβηγμένου |
| αιτιατική | τον | αποτραβηγμένο | την | αποτραβηγμένη | το | αποτραβηγμένο |
| κλητική | αποτραβηγμένε | αποτραβηγμένη | αποτραβηγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποτραβηγμένοι | οι | αποτραβηγμένες | τα | αποτραβηγμένα |
| γενική | των | αποτραβηγμένων | των | αποτραβηγμένων | των | αποτραβηγμένων |
| αιτιατική | τους | αποτραβηγμένους | τις | αποτραβηγμένες | τα | αποτραβηγμένα |
| κλητική | αποτραβηγμένοι | αποτραβηγμένες | αποτραβηγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.tɾa.viɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τρα‐βηγ‐μέ‐νος
Μετοχή
αποτραβηγμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποτραβώ: που έχει αποτραβηχτεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.