withdraw
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | withdraw |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | withdraws |
| αόριστος | withdrew |
| παθητική μετοχή | withdrawn |
| ενεργητική μετοχή | withdrawing |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Ρήμα
withdraw (en)
- (μεταβατικό) αποσύρω, βγάζω χρήματα από τραπεζικό λογαριασμό ή σύστημα
- ↪ We withdrew money from the bank.
- Απέσυρα χρήματα από την τράπεζα.
- ↪ They will withdraw the banknotes from circulation.
- Θα αποσύρουν τα χαρτονομίσματα από την κυκλοφορία.
- ↪ We withdrew money from the bank.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αποσύρω, αποχωρώ από ένα μέρος ή μια κατάσταση· κάνω κάποιον ή κάτι να το κάνει αυτό
- ↪ The UN will withdraw the peacekeeping forces from the war zones.
- Ο ΟΗΕ θα αποσύρει τις ειρηνευτικές δυνάμεις από τις εμπόλεμες περιοχές.
- ↪ The enemy began to withdraw their troops.
- Ο εχθρός άρχισε να αποσύρει τα στρατεύματά του.
- ↪ Our troops withdrew from Cyprus.
- Τα στρατεύματά μας αποχώρησαν από την Κύπρο.
- ↪ The UN will withdraw the peacekeeping forces from the war zones.
- (μεταβατικό, επίσημο) αποσύρω, λέω ότι δεν πιστεύω πλέον ότι κάτι που είπα προηγουμένως είναι αλήθεια
- ↪ I am withdrawing the complaint.
- Αποσύρω τη μήνυση.
- ↪ I am withdrawing the complaint.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.