αποσύρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποσύρω < αρχαία ελληνική ἀποσύρω

Ρήμα

αποσύρω, πρτ.: απέσυρα, στ.μέλλ.: θα αποσύρω, αόρ.: απέσυρα, παθ.φωνή: αποσύρομαι, μτχ.π.π.: αποσυρμένος

  1. παίρνω πίσω
    Απέσυρε την πρότασή του.
  2. ανακαλώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.