αποτελεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποτελεσμένος | η | αποτελεσμένη | το | αποτελεσμένο |
| γενική | του | αποτελεσμένου | της | αποτελεσμένης | του | αποτελεσμένου |
| αιτιατική | τον | αποτελεσμένο | την | αποτελεσμένη | το | αποτελεσμένο |
| κλητική | αποτελεσμένε | αποτελεσμένη | αποτελεσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποτελεσμένοι | οι | αποτελεσμένες | τα | αποτελεσμένα |
| γενική | των | αποτελεσμένων | των | αποτελεσμένων | των | αποτελεσμένων |
| αιτιατική | τους | αποτελεσμένους | τις | αποτελεσμένες | τα | αποτελεσμένα |
| κλητική | αποτελεσμένοι | αποτελεσμένες | αποτελεσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποτελεσμένος < (καθαρεύουσα) αποτετελεσμένος < αρχαία ελληνική ἀποτετελεσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀποτελῶ
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποτέλεσμα, αποτελώ και τέλος
Μεταφράσεις
αποτελεσμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.