αποταμιεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποταμιεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποταμιεύω
  2. θα αποταμιεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποταμιεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποταμιεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποταμίευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.