αποταμιεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αποταμιεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποταμιεύω
- θα αποταμιεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποταμιεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αποταμιεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποταμίευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.