αποταμίευμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποταμίευμα | τα | αποταμιεύματα |
| γενική | του | αποταμιεύματος | των | αποταμιευμάτων |
| αιτιατική | το | αποταμίευμα | τα | αποταμιεύματα |
| κλητική | αποταμίευμα | αποταμιεύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποταμίευμα < αποταμιεύω + -μα
Ουσιαστικό
αποταμίευμα ουδέτερο
- (οικονομία) (κυριολεκτικά) το αποτέλεσμα τού αποταμιεύω, το ποσό που κάποιος έχει αποταμιεύσει
- (μεταφορικά) ό,τι σε πνευματικό, ψυχικό ή ηθικό επίπεδο έχει «αποταμιεύσει» κάποιος
Μεταφράσεις
αποταμίευση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.