αποταμίευμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποταμίευμα τα αποταμιεύματα
      γενική του αποταμιεύματος των αποταμιευμάτων
    αιτιατική το αποταμίευμα τα αποταμιεύματα
     κλητική αποταμίευμα αποταμιεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποταμίευμα < αποταμιεύω + -μα

Ουσιαστικό

αποταμίευμα ουδέτερο

  1. (οικονομία) (κυριολεκτικά) το αποτέλεσμα τού αποταμιεύω, το ποσό που κάποιος έχει αποταμιεύσει
     συνώνυμα: αποταμίευση, οικονομίες
  2. (μεταφορικά) ό,τι σε πνευματικό, ψυχικό ή ηθικό επίπεδο έχει «αποταμιεύσει» κάποιος
     συνώνυμα: απόθεμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.