οικονομίες

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι οικονομίες
      γενική των οικονομιών
    αιτιατική τις οικονομίες
     κλητική οικονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικονομίες < πληθυντικός αριθμός του οικονομία

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ko.noˈmi.es/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οικονομίες

Ουσιαστικό

οικονομίες θηλυκό στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

οικονομίες θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.