στρίμωγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στρίμωγμα | τα | στριμώγματα |
| γενική | του | στριμώγματος | των | στριμωγμάτων |
| αιτιατική | το | στρίμωγμα | τα | στριμώγματα |
| κλητική | στρίμωγμα | στριμώγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρίμωγμα < στριμώχνω
Ουσιαστικό
στρίμωγμα ουδέτερο
- η συνέπεια του στριμώχνω
- η πίεση, η συμπίεση με σπρώξιμο
- (ειδικότερα): ο κάποιος αποκλεισμός καταδιωκόμενου ή ανακρινόμενου
- (γενικότερα): ο συνωστισμός
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
στρίμωγμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.