αναπνευστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπνευστικός η αναπνευστική το αναπνευστικό
      γενική του αναπνευστικού της αναπνευστικής του αναπνευστικού
    αιτιατική τον αναπνευστικό την αναπνευστική το αναπνευστικό
     κλητική αναπνευστικέ αναπνευστική αναπνευστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπνευστικοί οι αναπνευστικές τα αναπνευστικά
      γενική των αναπνευστικών των αναπνευστικών των αναπνευστικών
    αιτιατική τους αναπνευστικούς τις αναπνευστικές τα αναπνευστικά
     κλητική αναπνευστικοί αναπνευστικές αναπνευστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναπνευστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αναπνευστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.