αποστραβωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστραβωμένος η αποστραβωμένη το αποστραβωμένο
      γενική του αποστραβωμένου της αποστραβωμένης του αποστραβωμένου
    αιτιατική τον αποστραβωμένο την αποστραβωμένη το αποστραβωμένο
     κλητική αποστραβωμένε αποστραβωμένη αποστραβωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστραβωμένοι οι αποστραβωμένες τα αποστραβωμένα
      γενική των αποστραβωμένων των αποστραβωμένων των αποστραβωμένων
    αιτιατική τους αποστραβωμένους τις αποστραβωμένες τα αποστραβωμένα
     κλητική αποστραβωμένοι αποστραβωμένες αποστραβωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποστραβωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποστραβώνω

Μετοχή

αποστραβωμένος, -η, -ο

  1. που έχει αποστραβωθεί, που δεν βλέπει τίποτα
  2. (μεταφορικά) που έχει βυθιστεί στην αμάθεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.