αποστραβώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
αποστραβώνω (παθητική φωνή: αποστραβώνομαι)
Συγγενικά
- αποστράβωμα
- αποστραβωμένος
- → δείτε τις λέξεις από, στραβώνω και στραβός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποστραβώνω | αποστράβωνα | θα αποστραβώνω | να αποστραβώνω | αποστραβώνοντας | |
| β' ενικ. | αποστραβώνεις | αποστράβωνες | θα αποστραβώνεις | να αποστραβώνεις | αποστράβωνε | |
| γ' ενικ. | αποστραβώνει | αποστράβωνε | θα αποστραβώνει | να αποστραβώνει | ||
| α' πληθ. | αποστραβώνουμε | αποστραβώναμε | θα αποστραβώνουμε | να αποστραβώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποστραβώνετε | αποστραβώνατε | θα αποστραβώνετε | να αποστραβώνετε | αποστραβώνετε | |
| γ' πληθ. | αποστραβώνουν(ε) | αποστράβωναν αποστραβώναν(ε) |
θα αποστραβώνουν(ε) | να αποστραβώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποστράβωσα | θα αποστραβώσω | να αποστραβώσω | αποστραβώσει | ||
| β' ενικ. | αποστράβωσες | θα αποστραβώσεις | να αποστραβώσεις | αποστράβωσε | ||
| γ' ενικ. | αποστράβωσε | θα αποστραβώσει | να αποστραβώσει | |||
| α' πληθ. | αποστραβώσαμε | θα αποστραβώσουμε | να αποστραβώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποστραβώσατε | θα αποστραβώσετε | να αποστραβώσετε | αποστραβώστε | ||
| γ' πληθ. | αποστράβωσαν αποστραβώσαν(ε) |
θα αποστραβώσουν(ε) | να αποστραβώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποστραβώσει | είχα αποστραβώσει | θα έχω αποστραβώσει | να έχω αποστραβώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποστραβώσει | είχες αποστραβώσει | θα έχεις αποστραβώσει | να έχεις αποστραβώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποστραβώσει | είχε αποστραβώσει | θα έχει αποστραβώσει | να έχει αποστραβώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποστραβώσει | είχαμε αποστραβώσει | θα έχουμε αποστραβώσει | να έχουμε αποστραβώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποστραβώσει | είχατε αποστραβώσει | θα έχετε αποστραβώσει | να έχετε αποστραβώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποστραβώσει | είχαν αποστραβώσει | θα έχουν αποστραβώσει | να έχουν αποστραβώσει |
| |
Μεταφράσεις
αποστραβώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.