αποσκιαδερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποσκιαδερός | η | αποσκιαδερή | το | αποσκιαδερό |
| γενική | του | αποσκιαδερού | της | αποσκιαδερής | του | αποσκιαδερού |
| αιτιατική | τον | αποσκιαδερό | την | αποσκιαδερή | το | αποσκιαδερό |
| κλητική | αποσκιαδερέ | αποσκιαδερή | αποσκιαδερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποσκιαδεροί | οι | αποσκιαδερές | τα | αποσκιαδερά |
| γενική | των | αποσκιαδερών | των | αποσκιαδερών | των | αποσκιαδερών |
| αιτιατική | τους | αποσκιαδερούς | τις | αποσκιαδερές | τα | αποσκιαδερά |
| κλητική | αποσκιαδεροί | αποσκιαδερές | αποσκιαδερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποσκιαδερός < ιδιωματικό αποσκιάδ(α) + -ερός → δείτε και τη λέξη αποσκιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.sca.ðeˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐σκια‐δε‐ρός
Επίθετο
αποσκιαδερός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
αποσκιαδερός
|
|
Πηγές
- αποσκιαδερός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.