αποσκιαδερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσκιαδερός η αποσκιαδερή το αποσκιαδερό
      γενική του αποσκιαδερού της αποσκιαδερής του αποσκιαδερού
    αιτιατική τον αποσκιαδερό την αποσκιαδερή το αποσκιαδερό
     κλητική αποσκιαδερέ αποσκιαδερή αποσκιαδερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσκιαδεροί οι αποσκιαδερές τα αποσκιαδερά
      γενική των αποσκιαδερών των αποσκιαδερών των αποσκιαδερών
    αιτιατική τους αποσκιαδερούς τις αποσκιαδερές τα αποσκιαδερά
     κλητική αποσκιαδεροί αποσκιαδερές αποσκιαδερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποσκιαδερός < ιδιωματικό αποσκιάδ(α) + -ερός  δείτε και τη λέξη αποσκιά

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.sca.ðeˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποσκιαδερός

Επίθετο

αποσκιαδερός, -ή, -ό

  1. (σπάνιο) που συνήθως έχει σκιά
    Ο κήπος ήταν αποσκιαδερός, δροσερό καταφύγιο για τις μέρες του καύσωνα.
    Αποσκιαδερή Μάνη: η δυτική Μάνη
     συνώνυμα: αποσκιερός, απόσκιος, σκιερός
     αντώνυμα: προσήλιος, προσηλιακός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.