προσηλιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσηλιακός η προσηλιακή το προσηλιακό
      γενική του προσηλιακού της προσηλιακής του προσηλιακού
    αιτιατική τον προσηλιακό την προσηλιακή το προσηλιακό
     κλητική προσηλιακέ προσηλιακή προσηλιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσηλιακοί οι προσηλιακές τα προσηλιακά
      γενική των προσηλιακών των προσηλιακών των προσηλιακών
    αιτιατική τους προσηλιακούς τις προσηλιακές τα προσηλιακά
     κλητική προσηλιακοί προσηλιακές προσηλιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσηλιακός < προσήλιος + -ακός

Επίθετο

προσηλιακός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.