excuse

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
excuse excuses

excuse (en)

  • η δικαιολογία, είναι ένας λόγος, αληθινός ή επινοημένος, που δίνω για να εξηγήσω ή να υπερασπιστώ τη συμπεριφορά μου
    None of your excuses!
    Να σου λείπουν οι δικαιολογίες!
    His illness is clearly an excuse.
    Η αρρώστεια του είναι καθαρή δικαιολογία.
    If you are absent without a good excuse
    Αν απουσιάσεις χωρίς σοβαρή δικαιολογία
    Ignorance of the law is no excuse.
    Δεν συγχωρείται άγνοια νόμου.

Ρήμα

ενεστώτας excuse
γ΄ ενικό ενεστώτα excuses
αόριστος excused
παθητική μετοχή excused
ενεργητική μετοχή excusing

excuse (en)

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
excuse excuses

Προφορά

 

Ουσιαστικό

excuse (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.