απολογητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | απολογητής | οι | απολογητές |
| γενική | του | απολογητή | των | απολογητών |
| αιτιατική | τον | απολογητή | τους | απολογητές |
| κλητική | απολογητή | απολογητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απολογητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
απολογητής αρσενικό
- (γενικά) πρόσωπο που υπερασπίζεται με τον λόγο του κάποιον/κάτι
- (χριστιανισμός) χριστιανός συγγραφέας των πρώτων αιώνων, που με το έργο του υπερασπίστηκε την αλήθεια της χριστιανικής πίστης απέναντι στους διωγμούς της ρωμαϊκής αρχής ή στις επιθέσεις των Ιουδαίων και των ειδωλολατρών
Μεταφράσεις
απολογητής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.