προάσπιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προάσπιση | οι | προασπίσεις |
| γενική | της | προάσπισης* | των | προασπίσεων |
| αιτιατική | την | προάσπιση | τις | προασπίσεις |
| κλητική | προάσπιση | προασπίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προασπίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
προάσπιση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.