apology

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
apology apologies

Προφορά

 

Ουσιαστικό

apology (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συγγνώμη, η απολογία, οτιδήποτε λέω για να ζητήσω συγγνώμη
    I owe you an apology.
    Σας χρωστώ μια συγγνώμη.
    a student’s apology to the disciplinary board - απολογία φοιτητή στο πειθαρχικό συμβούλιο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.