απολογούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απολογούμαι < αρχαία ελληνική ἀπολογέομαι / ἀπολογοῦμαι
Ρήμα
απολογούμαι (αποθετικό ρήμα)
- (νομικός όρος) ως κατηγορούμενος, παρουσιάζω στην απολογία μου τα επιχειρήματά μου υπέρ της αθωότητάς μου ή υπέρ της ελάφρυνσης της θέσης μου
- Γνωρίζεις γιατί κατηγορείσαι, τι απολογείσαι; (Δημήτρης Ψαθάς, Η Θέμις έχει κέφια)
- (γενικότερα) δικαιολογώ πράξεις μου που κρίνονται αρνητικά ή προκάλεσαν κακό σε άλλους
- (ιδιωματικό) (συνήθως κυπριακά) (καταχρηστικά) ζητώ συγνώμη
- απιλογιέμαι / απηλογιέμαι
- απολογιέμαι
- απολογιούμαι
Συγγενικά
- αναπολόγητα
- αναπολόγητος
- απολογητής
- απολογήτρια
- απολογητικά
- απολογητική
- απολογητικός
- απολογιά
- απολογία
- απολογούμενος
- → δείτε τις λέξεις από και λέγω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απολογούμαι | απολογούμουν | θα απολογούμαι | να απολογούμαι | απολογούμενος | |
| β' ενικ. | απολογείσαι | απολογούσουν | θα απολογείσαι | να απολογείσαι | ||
| γ' ενικ. | απολογείται | απολογούνταν | θα απολογείται | να απολογείται | ||
| α' πληθ. | απολογούμαστε | απολογούμασταν απολογούμαστε |
θα απολογούμαστε | να απολογούμαστε | ||
| β' πληθ. | απολογείστε | απολογούσασταν απολογούσαστε |
θα απολογείστε | να απολογείστε | απολογείστε | |
| γ' πληθ. | απολογούνται | απολογούνταν | θα απολογούνται | να απολογούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απολογήθηκα | θα απολογηθώ | να απολογηθώ | απολογηθεί | ||
| β' ενικ. | απολογήθηκες | θα απολογηθείς | να απολογηθείς | απολογήσου | ||
| γ' ενικ. | απολογήθηκε | θα απολογηθεί | να απολογηθεί | |||
| α' πληθ. | απολογηθήκαμε | θα απολογηθούμε | να απολογηθούμε | |||
| β' πληθ. | απολογηθήκατε | θα απολογηθείτε | να απολογηθείτε | απολογηθείτε | ||
| γ' πληθ. | απολογήθηκαν απολογηθήκαν(ε) |
θα απολογηθούν(ε) | να απολογηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω απολογηθεί | είχα απολογηθεί | θα έχω απολογηθεί | να έχω απολογηθεί | απολογημένος | |
| β' ενικ. | έχεις απολογηθεί | είχες απολογηθεί | θα έχεις απολογηθεί | να έχεις απολογηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει απολογηθεί | είχε απολογηθεί | θα έχει απολογηθεί | να έχει απολογηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε απολογηθεί | είχαμε απολογηθεί | θα έχουμε απολογηθεί | να έχουμε απολογηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε απολογηθεί | είχατε απολογηθεί | θα έχετε απολογηθεί | να έχετε απολογηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν απολογηθεί | είχαν απολογηθεί | θα έχουν απολογηθεί | να έχουν απολογηθεί | ||
- η μετοχή απολογημένος αν και σχηματίζεται, είναι αδόκιμη. Χρονικά αντίστοιχη είναι η αρχαιόκλητη απολογηθείς, απολογηθείσα, απολογηθέν, απολογηθέντες, απολογηθέντων κ.ο.κ. ή εκφέρεται περιφραστικά: εκείνος που απολογήθηκε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.