απολογούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απολογούμαι < αρχαία ελληνική ἀπολογέομαι / ἀπολογοῦμαι

Ρήμα

απολογούμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. (νομικός όρος) ως κατηγορούμενος, παρουσιάζω στην απολογία μου τα επιχειρήματά μου υπέρ της αθωότητάς μου ή υπέρ της ελάφρυνσης της θέσης μου
    Γνωρίζεις γιατί κατηγορείσαι, τι απολογείσαι; (Δημήτρης Ψαθάς, Η Θέμις έχει κέφια)
  2. (γενικότερα) δικαιολογώ πράξεις μου που κρίνονται αρνητικά ή προκάλεσαν κακό σε άλλους
  3. (ιδιωματικό) (συνήθως κυπριακά) (καταχρηστικά) ζητώ συγνώμη

Συγγενικά

Κλίση

  • η μετοχή απολογημένος αν και σχηματίζεται, είναι αδόκιμη. Χρονικά αντίστοιχη είναι η αρχαιόκλητη απολογηθείς, απολογηθείσα, απολογηθέν, απολογηθέντες, απολογηθέντων κ.ο.κ. ή εκφέρεται περιφραστικά: εκείνος που απολογήθηκε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.