plea
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| plea | pleas |
Ουσιαστικό
plea (en)
- (νομικός όρος) η απολογία, ο ισχυρισμός, γραπτή ή προφορική ομιλία που κάνει κάποιος με σκοπό να δώσει εξηγήσεις σχετικά με κατηγορία που τον βαρύνει
- ↪ After the defendant’s plea, the counsel began its arguments.
- Μετά την απολογία του κατηγορουμένου άρχισαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων.
- ↪ The defendant entered a plea of not guilty.
- Ο κατηγορούμενος κατέθεσε ισχυρισμό περί μη ενοχής.
- ↪ After the defendant’s plea, the counsel began its arguments.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.