αποκρουστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκρουστικός η αποκρουστική το αποκρουστικό
      γενική του αποκρουστικού της αποκρουστικής του αποκρουστικού
    αιτιατική τον αποκρουστικό την αποκρουστική το αποκρουστικό
     κλητική αποκρουστικέ αποκρουστική αποκρουστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκρουστικοί οι αποκρουστικές τα αποκρουστικά
      γενική των αποκρουστικών των αποκρουστικών των αποκρουστικών
    αιτιατική τους αποκρουστικούς τις αποκρουστικές τα αποκρουστικά
     κλητική αποκρουστικοί αποκρουστικές αποκρουστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποκρουστικός < αρχαία ελληνική ἀποκρουστικός (ο ικανός να αποκρούσει)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.kɾu.stiˈkos/

Επίθετο

αποκρουστικός

  1. που προκαλεί φρίκη, αποτρόπαιος, ειδεχθής
    αποκρουστική ενέργεια
  2. πολύ άσχημος
    αποκρουστική εικόνα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.