απωθητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απωθητικός | η | απωθητική | το | απωθητικό |
| γενική | του | απωθητικού | της | απωθητικής | του | απωθητικού |
| αιτιατική | τον | απωθητικό | την | απωθητική | το | απωθητικό |
| κλητική | απωθητικέ | απωθητική | απωθητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απωθητικοί | οι | απωθητικές | τα | απωθητικά |
| γενική | των | απωθητικών | των | απωθητικών | των | απωθητικών |
| αιτιατική | τους | απωθητικούς | τις | απωθητικές | τα | απωθητικά |
| κλητική | απωθητικοί | απωθητικές | απωθητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απωθητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
απωθητικός
- που προκαλεί απώθηση, που κρατεί κάποιον μακριά
- (μεταφορικά) που προκαλεί αποστροφή
Συγγενικά
- απωθητικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.